φενά ( επίθ.
)
φενά
[feˈna]
Αραβαν., Ουλαγ.
φενάς
[feˈrnas]
Φάρασ.
Θηλ.
φενάσα
[feˈrnasa]
Φάρασ.
...
φεργαντί
(ουσ. ουδ.)
φεργανdί
[ferɣan'di]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. fırkateyn (< βεν. fregaton, ιταλ. fregatone) = φρεγάτα, όπου και οθωμ. τύπ. fırkatın (Kahane, Kahane & Tietze 1958: 233).
Φρεγάτα