ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέλεγγας (ουσ. αρσ.) φέλεγγας [ˈfelegas] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. φάλαγξ > φάλαγγας = είδος δηλητηριώδους αράχνης (L-S, λ. φάλαγξ V). Για τον τύπ. πβ. τουρκ. falaka ως δάν. από την ελλ., όπου και διαλεκτ. τύπ. feleke (THADS, λ. feleke II).