φέγγαρος
(ουσ. αρσ.)
φέγγαρος
[ˈfeŋɟaros]
Φλογ.
Από το ουσ. φέγγος και το παραγωγ. επίθμ. -αρος.
Η λωρίδα φωτός που εισέρχεται από τον φεγγίτη