φεγγάρος
(ουσ. αρσ.)
φεγγάρος
[feŋʹgaros]
Φλογ.
Από το ουσ. φέγγος και το παραγωγ. επίθμ. -αρος.
Η λωρίδα φωτός που εισέρχεται από τον φεγγίτη
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025