φασκιώνω
(ρ.)
φασκιώνω
[fasˈcono]
Γούρδ., Σινασσ., Τροχ.
φασκώνου
[fasˈkonu]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. φασκιώνω.
Φασκιώνω, τυλίγω με φασκιές
ό.π.τ.
:
Φασκιώνουμ' τα τέκνα
(Φασκιώνουμε τα παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κουντακλαντίζω, φασκιάζω