ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φασκιώνω (ρ.) φασκιώνω [fasˈcono] Γούρδ., Σινασσ., Τροχ. φασκώνου [fasˈkonu] Σίλ. Από το μεσν. ρ. φασκιώνω.
Φασκιώνω, τυλίγω με φασκιές ό.π.τ. : Φασκιώνουμ' τα τέκνα (Φασκιώνουμε τα παιδιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κουντακλαντίζω, φασκιάζω