φαρσί
(ουσ. ουδ.)
φαρσί
[far'si]
Γούρδ., Σίλατ., Φλογ.
φαρσ̑ί
[far'ʃi]
Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
φαρτσ̑ί
[far'tʃi]
Αξ.
Πληθ.
φαρσ̑ά
[far'ʃa]
Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. φαρσίον = κομμάτι ύφασμα.
1. Σπάργανο μωρού
ό.π.τ.
:
Σάρντανάμ' ντο σα φαρσ̑α
(Το τυλίγαμε στις φασκιές)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Συνών.
ζωνάρι, κουντάκι, μπαγουλντάχ, φασκιά
2. Πανί
Αξ.
3. Άπλυτα ενδύματα
Φερτάκ.