ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρσί (ουσ. ουδ.) φαρσί [far'si] Γούρδ., Σίλατ., Φλογ. φαρσ̑ί [far'ʃi] Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ. φαρτσ̑ί [far'tʃi] Αξ. Πληθ. φαρσ̑ά [far'ʃa] Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. φαρσίον = κομμάτι ύφασμα.
1. Σπάργανο μωρού ό.π.τ. : Σάρντανάμ' ντο σα φαρσ̑α (Το τυλίγαμε στις φασκιές) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α Συνών. ζωνάρι, κουντάκι, μπαγουλντάχ, φασκιά
2. Πανί Αξ.
3. Άπλυτα ενδύματα Φερτάκ.