φασούλι
(ουσ. ουδ.)
φασούλι
[fa'suli]
Μισθ., Σίλ.
φασούλ'
[fa'sul]
Αξ., Μαλακ.
Πληθ.
φασούλια
[fa'suʎa]
Ανακ.
φασούρ
[fa'sur]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. φασούλιν.
1. Φασόλι
ό.π.τ.
:
Σ̑ήμερ' να ψήσουμε μνια φασούλια
(Σήμερα ας βράσουμε φασόλια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
παχλά :2
2. Είδος αγριολαθουριού
Αξ.
3. Περίβλημα καρπού
Μισθ.
:
Ανοιγιόδαν ντα φασούλια σουσαμιού
(Άνοιγαν τα περιβλήματα του σουσαμιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ