ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φασούλι (ουσ. ουδ.) φασούλι [fa'suli] Μισθ., Σίλ. φασούλ' [fa'sul] Αξ., Μαλακ. Πληθ. φασούλια [fa'suʎa] Ανακ. φασούρ [fa'sur] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. φασούλιν.
1. Φασόλι ό.π.τ. : Σ̑ήμερ' να ψήσουμε μνια φασούλια (Σήμερα ας βράσουμε φασόλια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. παχλά :2
2. Είδος αγριολαθουριού Αξ.
3. Περίβλημα καρπού Μισθ. : Ανοιγιόδαν ντα φασούλια σουσαμιού (Άνοιγαν τα περιβλήματα του σουσαμιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ