ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φεγγάρι (ουσ. ουδ.) φεγγάρι [feˈgari] Γούρδ., Σινασσ. φεγγάρ' [feˈgar] Μαλακ., Τροχ. φουγγάρι [fuˈgari] Σίλ. φογγάρ' [foˈgar] Σίλ. Μεσν. ουσ. φεγγάρι, το οπ. από το αρχ. ουσ. φέγγος = φεγγαρόφωτο και το παραγωγ. επίθμ. -άριν > -άρι.
Φεγγάρι ό.π.τ. : Ταϊζουμ’ το φεγγάρ, λέϊσκαμ' (Ταΐζουμε το φεγγάρι, λέγαμε) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. αγίτετς, φέγγος, φεγγούσκος