φεγγάρι
(ουσ. ουδ.)
φεγγάρι
[feˈgari]
Γούρδ., Σινασσ.
φεγγάρ'
[feˈgar]
Μαλακ., Τροχ.
φουγγάρι
[fuˈgari]
Σίλ.
φογγάρ'
[foˈgar]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. φεγγάρι, το οπ. από το αρχ. ουσ. φέγγος = φεγγαρόφωτο και το παραγωγ. επίθμ. -άριν > -άρι.
Φεγγάρι
ό.π.τ.
:
Ταϊζουμ’ το φεγγάρ, λέϊσκαμ'
(Ταΐζουμε το φεγγάρι, λέγαμε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
αγίτετς, φέγγος, φεγγούσκος