ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φασκιάζω (ρ.) φασκιάζω [faˈscazo] Τελμ. Aπό το ουσ. φασκιά και το παραγωγ. επίθμ. -άζω.
Φασκιώνω : Το μωρό φάσκιαζάμ' dο με τα σ̑ορπάνια (Το μωρό το φασκιώναμε με τις πετσέτες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουντακλαντίζω, φασκιώνω
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025