φασκιάζω
(ρ.)
φασκιάζω
[faˈscazo]
Τελμ.
Aπό το ουσ. φασκιά και το παραγωγ. επίθμ. -άζω.
Φασκιώνω
:
Το μωρό φάσκιαζάμ' dο με τα σ̑ορπάνια
(Το μωρό το φασκιώναμε με τις πετσέτες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κουντακλαντίζω, φασκιώνω