φαρμακώνω
(ρ.)
φαρμακώνω
[farmaˈkono]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
φαρμακώνου
[farmaˈkonu]
Μισθ.
Παθ.
φαρμακούμαι
[farmaˈkume]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
φαρματσ̑ιέμαι
[farmaˈtʃeme]
Φάρασ.
φαρμακουνιέμι
[farmakuˈɲemi]
Μισθ.
Νεότ. ρ. φαρμακώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. φαρμακόω-ῶ.
1. Δηλητηριάζω
ό.π.τ.
:
Φαρμάκουσι ντ’ άντρα τ'
(Δηλητηρίασε τον άνδρα της)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αγιλαντίζω, ζεχιρλετίζω