ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρμακώνω (ρ.) φαρμακώνω [farmaˈkono] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. φαρμακώνου [farmaˈkonu] Μισθ. Παθ. φαρμακούμαι [farmaˈkume] Αφσάρ., Τσουχούρ. φαρματσ̑ιέμαι [farmaˈtʃeme] Φάρασ. φαρμακουνιέμι [farmakuˈɲemi] Μισθ. Νεότ. ρ. φαρμακώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. φαρμακόω-ῶ.
1. Δηλητηριάζω ό.π.τ. : Φαρμάκουσι ντ’ άντρα τ' (Δηλητηρίασε τον άνδρα της) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αγιλαντίζω, ζεχιρλετίζω
2. Πικραίνω Γούρδ. Συνών. αγιλαντίζω