ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεχιρλετίζω (ρ.) ζεχιρλεdίζω [zeçirleˈdizo] Αραβαν. ζεχ̇ιρλετίζω [zexirleˈtizo] Αφσάρ. ζεχ̇ερλετίζω [zexerleˈtizo] Φάρασ. Προστ. Εν. ζεχιρλέτ'σε [zeçirˈletse] Αραβαν. Από το ρ. zehirlemek (αόρ. zehirledi) = δηλητηριάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Δηλητηριάζω ό.π.τ. : Λέισ̑καν να ζεχιρλεdίσουν το καμήλ' (Ελεγαν να δηλητηριάσουν το καμηλάκι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ας σε ντώκουμ' το ζεχίρ' και ζεχιρλέτ'σε το (Θα σου δώσουμε το δηλητήριο και δηλητηρίασε το) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αγιλαντίζω, φαρμακώνω :1