ζεχιρλετίζω
(ρ.)
ζεχιρλεdίζω
[zeçirleˈdizo]
Αραβαν.
ζεχ̇ιρλετίζω
[zexirleˈtizo]
Αφσάρ.
ζεχ̇ερλετίζω
[zexerleˈtizo]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
ζεχιρλέτ'σε
[zeçirˈletse]
Αραβαν.
Από το ρ. zehirlemek (αόρ. zehirledi) = δηλητηριάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Δηλητηριάζω
ό.π.τ.
:
Λέισ̑καν να ζεχιρλεdίσουν το καμήλ'
(Ελεγαν να δηλητηριάσουν το καμηλάκι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ας σε ντώκουμ' το ζεχίρ' και ζεχιρλέτ'σε το
(Θα σου δώσουμε το δηλητήριο και δηλητηρίασε το)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγιλαντίζω, φαρμακώνω :1