ζεχίρι
(ουσ.)
ζεχίρ'
[zeˈçir]
Αραβαν.
ζεχ̇ίρι
[zeˈxiri]
Αφσάρ.
ζαχίρ'
[zaˈçir]
Μισθ.
ζεχ̇έρι
[zeˈxeri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zehir, όπου και διαλεκτ. τύπ. zeher.
1. Δηλητήριο
ό.π.τ.
:
Και όνdες το ρώτ'σαν «Aς σε ντώκουμ' το ζεχίρ' και ζεχιρλέτ'σε το», ετό πήρε το σ̑ισ̑έ και πέτασέν ντο ασ' το πένdζ̑ερε
(Και όταν την ρώτησαν «θα σου δώσουμε το δηλητήριο και δηλητηρίασε το (ενν. το καμηλάκι)» εκείνη πήρε το μπουκάλι και το πέταξε από το παράθυρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ντερμάνι, φαρμάκι, αγού