ζευγάρι
(ουσ. ουδ.)
ζευγάρι
[zeˈvɣari]
Αφσάρ., Μισθ., Τελμ.
ζευγάρ'
[zeˈvɣar]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσελτ., Φλογ.
ζευγκάρι
[zevˈgari]
Αφσάρ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ζευγάρι, το οπ. από το αρχ. ζευγάριον = ζεύγος ζώων, κυρίως βοδιών για όργωμα, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. ζεῦγος.
1. Ζεύγος (συνήθ. ζώων, π.χ. βοδιών, ζεμένων για όργωμα ή για κουβάλημα φορτίου)
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσελτ.
:
Έπαρ' ντου ζευγάρ' τσ' έλα σου κόμμα
(Πάρε το ζευγάρι κι έλα στο χωράφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Άγιε Βασίλ' αφένdα μου, καλόν ζευγάριν λάμνεις
(Άγιε Βασίλη αφέντη μου, οργώνεις με καλό ζευγάρι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Άγιε Βασ̑ίλη μου, καλόν ζευγάρι λάμνεις
(Άγιε Βασίλη μου, οργώνεις με καλό ζευγάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χάρος το είδε και ζήλεψε, 'πότ' ήλαυνε ζευγάρι
(Ο Χάρος το είδε και ζήλεψε, όταν αυτό όργωνε με ζευγάρι)
Τελμ.
-Lag.
2. Ζυγός για το όργωμα
Αφσάρ.
:
Εύσιξιν το αρκούδι· εύσιξιν τζ̑αι το λύκο σο ζευγκάρι
(Έζεψε την αρκούδα· έζεψε και τον λύκο στο άροτρο)
Αφσάρ.
-Dawk.
3. Συνεκδοχ., το όργωμα
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
'γόρασα αν καό βουρντόνι, να νάζουμι ζευγάρι
(Αγόρασα ένα καλό μουλάρι, για να οργώνουμε το χωράφι )
Αφσάρ.
-Αναστασ.
'τε τηνευίτζα πήγε το φιλάνι σον ντόπα να νάσει ζευγκάρι
(Το επόμενο πρωί πήγε στο τάδε μέρος για να οργώσει)
Φάρασ.
-Dawk.
Παίνουμ' σο ζευγάρ'
(Πηγαίνουμε στο όργωμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τσίφτι