ζευγλί
(ουσ.)
ζευγλί
[zevˈɣli]
Αξ.
ζευλί
[zeˈvli]
Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ.
ζευιλί
[zeviˈli]
Μισθ.
Από το αμάρτ. ουσ. *ζευγλίον, υποκορ. του αρχ. ζεύγλη. Το ζευλί με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. Το ζευιλί με ανάπτ. [i] για διευκόλυνση της προφοράς (ίσως πρώτα στον πληθ. ζευλιά).
1. Ζυγός αλετριού ή αμαξιού
ό.π.τ.
2. Σφήνα
Μισθ.
:
Χάχτα ντου ζευλί απέσ'
(Σπρώξε την σφήνα μέσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.