ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζευγλί (ουσ.) ζευγλί [zevˈɣli] Αξ. ζευλί [zeˈvli] Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ. ζευιλί [zeviˈli] Μισθ. Από το αμάρτ. ουσ. *ζευγλίον, υποκορ. του αρχ. ζεύγλη. Το ζευλί με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. Το ζευιλί με ανάπτ. [i] για διευκόλυνση της προφοράς (ίσως πρώτα στον πληθ. ζευλιά).
1. Ζυγός αλετριού ή αμαξιού ό.π.τ.
2. Σφήνα Μισθ. : Χάχτα ντου ζευλί απέσ' (Σπρώξε την σφήνα μέσα) Μισθ. -Κοτσαν.