ζευγαρίζω
(ρ.)
ζευγαρίζω
[zevɣaˈrizo]
Ποτάμ., Φάρασ.
Αόρ.
ζευγάρτσα
[zeˈvɣartsa]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. ζευγαρίζω, το οπ. από το ουσ. ζευγάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Οργώνω
ό.π.τ.
:
Παίρνει το 'λέτρι να ζευγαρίσει, ένα βόιδι ένι
(Παίρνει το αλέτρι να οργώσει, είναι (ζευγμένο μόνο) ένα βόδι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εμείς δεν ήξευραμ’ να ζευγαρίσωμε
(Εμείς δεν ξέραμε να οργώνουμε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αχταρντίζω, λαμναίνω, λάμνω