ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζευγαρίζω (ρ.) ζευγαρίζω [zevɣaˈrizo] Ποτάμ., Φάρασ. Αόρ. ζευγάρτσα [zeˈvɣartsa] Φάρασ. Νεότ. ρ. ζευγαρίζω, το οπ. από το ουσ. ζευγάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Οργώνω ό.π.τ. : Παίρνει το 'λέτρι να ζευγαρίσει, ένα βόιδι ένι (Παίρνει το αλέτρι να οργώσει, είναι (ζευγμένο μόνο) ένα βόδι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εμείς δεν ήξευραμ’ να ζευγαρίσωμε (Εμείς δεν ξέραμε να οργώνουμε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αχταρντίζω, λαμναίνω, λάμνω