ζεστούτσικος
(επίθ.)
ζεστούσκος
[zeˈstuskos]
Φάρασ.
ζεστούσκου
[zeˈstusku]
Φάρασ.
ζεσ̑τίσ̑κο
[zeˈʃtiʃko]
Αξ.
Από το επίθ. ζεστός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Πολύ ζεστός
Αξ.
2. Ζεστούτσικος
Φάρασ.