ζεστάδα
(ουσ. θηλ.)
δεστάδα
[ðeˈstaða]
Φλογ.
Από το επίθ. ζεστός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
Ζέστη, υψηλή θερμοκρασία
Συνών.
ζέστη