ζένω
(ρ.)
ζένω
[ˈzeno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
ζένου
[ˈzenu]
Μισθ., Σίλ.
δένω
[ˈðeno]
Φλογ.
Παρατατ.
έζενα
[ˈezena]
Γούρδ.
ζένεινα
[ˈzenina]
Σίλ.
ζέμεινα
[ˈzemina]
Τροχ.
ζένισ̑κα
[ˈzeniʃka]
Σεμέντρ.
ζένιξα
[ˈzeniksa]
Μισθ.
ζένκα
[ˈzeŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
έζεσα
[ˈezesa]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
έζισα
[ˈezisa]
Σίλ.
έζασα
[ˈezasa]
Φάρασ.
Παθ.
ζένουμαι
[ˈzenume]
Αραβαν.
Μτχ.
ζενημένο
[zeniˈmeno]
Ουλαγ.
ζεμένο
[zeˈmeno]
Γούρδ.
Nεότ. r. ζένω, το οπ. από το αρχ. ρ. ζέω με μεταπλ. φωνηεντόληκτου σε συμφωνόληκτο με χαρακτήρα -ν- (πβ. λύω > λύνω).
1. Μτβ., βράζω, ζεσταίνω
ό.π.τ.
:
Ζένω το σίδερο
(Ζεσταίνω το σίδερο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ζένου ντου γάλα
(Βράζω το γάλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζένου νιαρό
(Ζεσταίνω νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ζένειναμ' τα πλάια μας
(Ζεσταίναμε τα πόδια μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ζένιξαμ' ντου σπίτ' μι ντου ντουνdούρ'
(Ζεσταίναμε το σπίτι με το ταντούρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έζεσα το λερό
(Ζέστανα το νερό)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Να ντου ζέεις ντου χώμα
(Να το ζεστάνεις το χώμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είπαν ντι κι τ' αρκούδε κι: «Να ζέσωμε δύο τρία χαρι-ένε νερό· τα κουπώσωμε ση στρώσην ντου, τα κάψωμε»· εζέσανε το νερό
(Οι αρκούδες είπαν: «Ας βράσουμε δυο-τρία καζάνια νερό, ας το χύσουμε στο κρεβάτι του, να τον κάψουμε»· ζεστάνανε νερό)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βράζω, χασεύω, χασλαντίζω, ψήνω
2. Αμτβ., βράζω, ζεσταίνομαι
ό.π.τ.
:
Το λερό έζεσε;
(Το νερό ζεστάθηκε;)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Σών' άλλου, έζεσα!
(Φτάνει πια, ζεστάθηκα!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να ζέσ' τ' σ̑έρι σου
(Να ζεσταθεί το χέρι σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σταθείτε λαΐκο σο χαϊμά να ζέσετε λαΐκον
(Σταθείτε λίγο στο υπόστεγο για να ζεσταθείτε λίγο)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Του αβγού το φύλλο αν κι πέσ' κάτω, τα μέρες δε ζένουν
(Αν δεν πέσει στην γη τσόφλι αβγού, ενν. πασχαλινού, οι μέρες δεν ζεσταίνουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ατσ̑εί ήσανdι λιά τσαλούδα, μάκρυνάμι τσίπ μας τσι δώκαμ' τα 'α νιστία να ζέσουμι
(Εκεί ήταν λίγα κλαδιά, ξαπλώσαμε όλοι μας και τους βάλαμε φωτιά να ζεσταθούμε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
βράζω :2, καϊναντώ
β.
Και μεσοπαθ., ζεσταίνομαι
Σινασσ., Φερτάκ.
:
Ένα νύχτα ντρανά ένα νισ̑ά μακρυά ταγοιού το τεπέ και αψίτσικα σ̑ηκών' τα πτάρα τ' και ζένεται
(Μια νύχτα βλέπει μιά φωτιά μακριά στην κορφή του βουνού και αμέσως σηκώνει τα ποδάρια της και ζεσταίνεται
)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Τιχτίθαμ' 'ς το τουνdουρόσ̑ειλο, σκεπάσταμ' με την κάπα και ζενόμαστε
(Ακουμπήσαμε στο τοιχάκι του τουντουριού, σκεπαστήκαμε με το πάπλωμα και ζεσταινόμαστε
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
3. Μτφ., ανάβω ερωτικά, ερεθίζομαι
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Οι νομάτοι ζένουν, σαμού τρων ντα σταφύλες· οι ναίτσ̑ες ζένουν, σαμού 'θίζουν ντα τζίτζιφα
(Οι άντρες ανάβουν, όταν τρώνε τα σταφύλια· οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίdζιφα˙ oι άντρες ερεθίζονται τον Αύγουστο, ενώ οι γυναίκες τον Μάιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.