ζενιθιώνα
(ουσ. θηλ.)
ζενιθιώνα
[zeniˈθçona]
Φάρασ.
Από το ουσ. ζιρνίχι, όπου και τύπ. ζενίθι, και το παραγωγ. επίθμ. %i-ώνας.
Κομπολόι
Συνών.
τεσπίχι