ζεϊτίνι
(ουσ. ουδ.)
ζεϊτίν'
[zeitin]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
ζεϊτ͑ούνι
[zeiˈtʰuni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zeytin = ελιά. To ζεϊτίν' γιαγι̂́ δάν. από την τουρκ. φρ. zeytin yağı. To ζεϊτινιού λαΐ είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. zeytin yağı (βλ. και Κεσίσογλου, σ. 72 και Φωστέρης & Κεσίσογλου, σ. 31).
1. Ελιά
ό.π.τ.
:
Γίνισκαν μας ψωμιά, πράξις, λάχανα, ζεϊτίνια
(Μας έδιναν ψωμιά, πράσα, λάχανα, ελιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ζεϊτίν' γιαγι̂́
(Ελιάς λάδι˙ ελαιόλαδο)
Ουλαγ., Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ζεϊτινιού λαΐ
(Ελιάς λάδι˙ ελαιόλαδο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ελιά