ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεϊτίνι (ουσ. ουδ.) ζεϊτίν' [zeitin] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. ζεϊτ͑ούνι [zeiˈtʰuni] Φάρασ. Πληθ. ζεϊτίνια [zeiˈtiɲa] Μισθ. ζεστίνια [zeˈstiɲa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. zeytin = ελιά. To ζεϊτίν' γιαγι̂́ δάν. από την τουρκ. φρ. zeytin yağı. To ζεϊτινιού λαΐ είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. zeytin yağı (βλ. και Κεσίσογλου, σ. 72 και Φωστέρης & Κεσίσογλου, σ. 31).
1. Ελιά ό.π.τ. : Γίνισκαν μας ψωμιά, πράξις, λάχανα, ζεϊτίνια (Μας έδιναν ψωμιά, πράσα, λάχανα, ελιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μητέρα μας σ̑άνισ̑κεν τα μπιdέα και πάνω ’ς το μπιdέ τρίβισ̑καμ’ τα ζεστίνια (Η μητέρα μας έφτιαχνε τις πιτούλες και πάνω στην πιτούλα τρίβαμε τις ελιές) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ζεϊτίν' γιαγι̂́ (Ελιάς λάδι˙ ελαιόλαδο) Ουλαγ., Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Ζεϊτινιού λαΐ (Ελιάς λάδι˙ ελαιόλαδο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ελιά
2. Λάδι Φάρασ. Συνών. λάδι
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025