ελιά
(ουσ. θηλ.)
ελιά
[eˈʎa]
Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἐλιά, το οπ. από το μεσν. τύπ. ἐλία (< αρχ. ουσ. ἐλαία).
Κρεατοελιά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αναγελά ελιά, αναγελά και τσιλιά
(Κοροϊδεύει η ελιά, κοροϊδεύει και η κουτσουλιά˙ είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα )
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα ( Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματίτσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Πέρκι να είδες Κωστάνdινο, έχειν ελιά στο μάτι του
ελιά ση χαραή του; πέρκι να είδες Κωστάνdινο; ( Mήπως είδες τον Κωσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο πρόσωπό του, μήπως είδες τον Κωσταντίνο; ) Τελμ. -Lag. Συνών. θηλειά
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα ( Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματίτσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Πέρκι να είδες Κωστάνdινο, έχειν ελιά στο μάτι του
ελιά ση χαραή του; πέρκι να είδες Κωστάνdινο; ( Mήπως είδες τον Κωσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο πρόσωπό του, μήπως είδες τον Κωσταντίνο; ) Τελμ. -Lag. Συνών. θηλειά