εκτώ
(ρ.)
εκτώ
[ekˈto]
Σίλ.
εκτσίζου
[ektsizu]
Σίλ.
Παθ. Μτχ.
εκτσημένου
[ektsiˈmenu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. ekmek (αόρ. ekti) = σπέρνω.
1. Σπέρνω
:
Ήρτι ώρα τους, σε εκτσίσουμ’ τα ταρλά μας
(Ήρθε η ώρα τους, θα σπείρουμε τα χωράφια μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
σπέρνω
2. Φυτεύω