ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκτώ (ρ.) εκτώ [ekˈto] Σίλ. εκτσίζου [ektsizu] Σίλ. Παθ. Μτχ. εκτσημένου [ektsiˈmenu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. ekmek (αόρ. ekti) = σπέρνω.
1. Σπέρνω : Ήρτι ώρα τους, σε εκτσίσουμ’ τα ταρλά μας (Ήρθε η ώρα τους, θα σπείρουμε τα χωράφια μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. σπέρνω
2. Φυτεύω