ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ελεντίζω (ρ.) ελεdίζω [eleˈdizo] Ανακ., Σεμέντρ. Αόρ. ελέισα [eˈleisa] Από το τουρκ. ρ. elemek (αόρ. eledi) = α) κοσκινίζω β) ψάχνω προσεκτικά γ) μτφ., κλέβω.
Κοσκινίζω ό.π.τ. : Οπ’ μπαζάργερι ’γόρασαμ’ τ’ αλεύρι, ήβ’ραμ’ τα σπίτθι μας, ελέισαμ’ ντα οπ’ τ’ ελέι σκάφην (Από το παζάρι αγοράσαμε το αλεύρι, το φέραμε στο σπίτι μας, το κοσκινίσαμε με το κόσκινο μέσα στην σκάφη) Σίλ. -Κωστ.Σ.