ελγοβάνι
(ουσ. ουδ.)
ελγοβάνι
[elɣoˈvani]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yelkovan = λεπτοδείκτης.
1. Δείκτης ρολογιού
:
Σαγατζού τ’ ελγοβάνι
(Ο δείκτης του ρολογιού)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Δείκτης του χεριού
:
Τσακώσ’κι ελγοβάνι τ’
(Έσπασε ο δείκτης του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6