ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ελγοβάνι (ουσ. ουδ.) ελγοβάνι [elɣoˈvani] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. yelkovan = λεπτοδείκτης.
1. Δείκτης ρολογιού : Σαγατζού τ’ ελγοβάνι (Ο δείκτης του ρολογιού) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Δείκτης του χεριού : Τσακώσ’κι ελγοβάνι τ’ (Έσπασε ο δείκτης του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6