ελληνικός
(επίθ.)
ελλενικός
[eleniˈkos]
Τζαλ., Φάρασ.
ελλένικος
[eˈlenikos]
Ποτάμ.
Από το αρχ. επίθ. ἑλληνικός.
Αρχαιοελληνικός
ό.π.τ.
:
Tα ελλένικα τα μορμόρια
(Το αρχαίο νεκροταφείο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322