ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμμιτελίκι (ουσ. ουδ.) εμμιτελίκ' [emiteˈlik] Φλογ. Aπό το ουσ. αμμής, όπου και τύπ. εμμί, και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Πβ. τουρκ. ουσ. emmilik = η συγγένεια του θείου, το να είσαι θείος.
Μερίδιο κληρονομιάς που παίρνει ο πλησιέστερος άρρενας συγγενής όταν ο πατέρας μιας οικογένειας αποβιώσει χωρίς άρρενες απογόνους Φλογ.