ελμασώνα
(επίθ.)
ελμασώνα
[elmaˈsona]
Φάρασ.
Από το ουσ. ελμάσι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Διαμαντένιος ή διαμαντοστόλιστος
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
H σάλτα τ'ς έν' φκουμισμέν' αλτουνώνα,
βροσ̑άλε δαχτυλίδε ελμασώνα
(H ζακέτα της είναι πλουμισμένη με χρυσάφι, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της διαμαντένια) Φάρασ. -Λαμπρ.
βροσ̑άλε δαχτυλίδε ελμασώνα
(H ζακέτα της είναι πλουμισμένη με χρυσάφι, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της διαμαντένια) Φάρασ. -Λαμπρ.