ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ελμασώνα (επίθ.) ελμασώνα [elmaˈsona] Φάρασ. Από το ουσ. ελμάσι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Διαμαντένιος ή διαμαντοστόλιστος Φάρασ. : || Ασμ. H σάλτα τ'ς έν' φκουμισμέν' αλτουνώνα,
βροσ̑άλε δαχτυλίδε ελμασώνα
(H ζακέτα της είναι πλουμισμένη με χρυσάφι, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της διαμαντένια) Φάρασ. -Λαμπρ.