ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμέκι (ουσ. ουδ.) 'μάκι [ˈmaci] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. 'μάgι [ˈmaɟi] Φάρασ. Πληθ. εμέκια [eˈmeca] Αραβαν., Σινασσ., Φερτάκ. 'μάκια [ˈmaca] Φάρασ. 'μάκε [ˈmace] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. emek = κοπιαστική εργασία.
Κόπος ό.π.τ. : Χώρανουν τα φσ̑έγια όσο παίνουν νίσ̑κουνdαι αρώπ’, και το 'μότουρ' νίσ̑κεται μανgαφάς· κρίμα σα εμέκια μ’ (Των ξένων τα παιδιά όσο πάνε γίνονται άνθρωποι, το δικό μας γίνεται βλάκας· κρίμα τους κόπους μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τίχαλα να σ' αφήκω και να φύγω!… μάνα, μάνα, τ' εμέκια μ', τα κόποι μ'! (Πώς να σ' αφήσω και να φύγω!… μάνα, μάνα, οι μόχθοι μου, οι κόποι μου!) Σινασσ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. 'μάκε, 'μάκε, συνdεκνού κάμε (Κόποι, κόποι, του σύντεκνου, δηλ. του βοηθού κουμπάρου, κόποι˙ όταν κάποιος κουράζεται πολύ τρέχοντας εδώ κι εκεί για να ολοκληρώσει τις δουλειές του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.