έλμπετ
(επίρρ.)
έλμπετε
[ˈelbete]
Σίλ., Σινασσ.
έλπετε
[ˈelpete]
Σίλ., Σινασσ.
α̈́λπα̈τ͑
[ˈælpætʰ]
Φάρασ.
χέλμπετ
[ˈçelbet]
Αραβαν.
χέλμπετε
[ˈçelbete]
Μαλακ.
χ̇έλπετ-τα
[ˈxelpetta]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. elbet = φυσικά, βέβαια, όπου και διαλεκτ. τύπ. helbet. Ο τύπ. ἔλπετε νεότ. Πβ. και νεότ. τύπ. ἐλμπέτε (Mackridge 2021: 110).
Βέβαια
ό.π.τ.
:
Αν το έπ'κες άρωπο ήτουν, χέλμπετ ό,τσ̑ινα να πιάσουμ' να το εύρουμ' ένα νύφ' 'τουν
(Αν το είχες κάνει άνθρωπο, βέβαια όποιον να πιάναμε θα του βρίσκαμε μιά νύφη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έλμπετε, χωρίς να έχ' εκείνος χαπάρια βήμα δε ρίχνω
(Βέβαια, χωρίς να είναι εκείνος ενήμερος δεν κάνω ούτε βήμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ντελικανλούς 'μου, έλπετε δωτώ τας κόρας
(Νεαρός είμαι, φυσικά ρωτά για τις κοπέλες)
Σίλ.
-Συλλ.