εμαυτός
(αντων.)
ο 'μαυτός μου
[omaˈftos]
Σινασσ.
μαυτού μ'
[maˈftum]
Φλογ.
μαυτόζ-ουμ
[maˈftozum]
Αξ.
'μαυτό
[maˈfto]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
γιαυτός
[ʝaˈftos]
Σίλ.
γιαυτoύ μ'
[jaˈftum]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ.
γιαυτό μ'
[jaˈftom]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
Πληθ.
'μαυτίς 'νε
[ˈmaftisne]
Τροχ.
Από την αρχ. αντων. ἐμαυτοῦ, γ΄ εν. ἑαυτοῦ, κατά περίπτωση με την προσθήκη του αδύνατου τύπ. της προσωπ. αντων. Ο τύπ. γιαυτό μ' με συνίζηση. Για την κλίση βλ. Dawkins (1916: 126).
1. Αυτοπαθής αντωνυμία, εαυτός (μου)
ό.π.τ.
:
Ιτό ρανά δου ντου γιαυτού τ'
(Αυτή τον φροντίζει τον εαυτό της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ρανώ ντου γιαυτό μ' σ' αϊνά
(Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη)
Μισθ.
-Φατ.
Nα κουνdήσω 'μαυτόν σο κουγιού
(Να ρίξω τον εαυτό μου στον λάκκο)
Φλογ.
-Dawk.
'μαυτό τ' πλύνισ̑κεν
(Έπλυνε τον εαυτό της, πλύθηκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σου γιαυτούτ’ γουβαντίζ'
(Στον εαυτό του βασίζεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα μέρα, λέει με το 'μαυτού τ'
(Μια μέρα, λέει με τον εαυτό του, αναλογίζεται)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μποίκαν ’μαυτίς ’νε ένα γλώσσα να λαλήσ’νε
(Έφτιαξαν μεταξύ τους μιά γλώσσα για να μιλούν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ντίνω το 'μαυτό μ'
(Χτυπώ τον εαυτό μου˙ αυτοκτονώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντίνω το 'μαυτό μ' ασ' το ντώμα
(Ρίχνω τον εαυτό μου από το δώμα˙ ρίχνομαι από την στέγη, αυτοκτονώ πέφτοντας από την στέγη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Με κρους ντου γιαυτό σ'
(Μην χτυπάς τον εαυτό σου˙ μην πιέζεις τον εαυτό σου, μην κουράζεσαι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
εκείνος
2. Προσωπική εμφατική αντωνυμία, ο ίδιος, μόνος του
ό.π.τ.
:
Ισεί τ' γιαυτοί 'ας μποίκιτ' τα ούλα
(Εσείς οι ίδιοι τα κάνατε όλα)
Μισθ.
-Φατ.
Γιαυτσή της ντώκι
(Μονάχη της έπεσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιαυτού μ' πήα
(Πήγα ο ίδιος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
To κόμμα 'μαυτό μ' ήλασα, 'μαυτό μ' έσπειρά το
(Το χωράφι ο ίδιος το όργωσα, ο ίδιος το έσπειρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μαυτοί τουν τα ξέρει καθένας
(Μόνος του, ο ίδιος, το ξέρει ο καθένας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Κατά γεν., κτητική εμφατική αντωνυμία
ό.π.τ.
:
Γιαυτού μας άρτουπους
(Δικός μας άνθρωπος)
-Κωστ.Σ.
Ιτό γιαυτού μ' 'ναι
(Αυτό είναι δικό μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ετά τ' γιαυτού τ' 'ναι
(Αυτό είναι δικό του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα 'μότουρ' ντο σόπα απ' γιαυτού σας καλό 'ναι
(Η δικιά μας σόμπα είναι καλύτερη από την δικιά σας)
Φερτάκ.
-Dawk.JHS
|| Παροιμ.
Με τ' γιαυτού σ' φά' πσ̑ε κι αλεσ̑βερίς̑ μη σ̑άνεις
(Με τους δικούς σου φάε πιες και πάρε-δώσε μην έχεις˙ Καλύτερα να μην εμπλέκει κανείς τους συγγενείς του σε οικονομικά θέματα)
Φλογ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
δικός, εμόν, εγώ