εγώ
(αντων.)
εγώ
[eˈɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ.
εγιώ
[eˈʝo]
Αξ.
εώ
[eˈo]
Αξ.
ι'ού
[iˈu]
Σεμέντρ.
'γώ
[ɣo]
Αφσάρ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
'βγώ
[ˈvɣo]
Τροχ.
εγώνα
[eˈɣona]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
’γώνα
[ˈɣona]
Μισθ.
ώνα
[ˈona]
Ουλαγ.
ων
[on]
Ουλαγ.
ογώ
[οˈɣo ]
Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ.
ουγώ
[uˈɣo]
Σίλ.
οώ
[οˈo]
Ουλαγ.
ω
[o]
Ουλαγ.
ογώνα
[οˈɣona]
Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ.
Γεν.
εμού
[eˈmu]
Καππ.
μου
[mu]
Αραβαν., Αφσάρ., κ.α., Ποτάμ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μ’
[m]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., κ.α., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
Αιτ.
εμέ
[eˈme]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
μένα
[ˈmena]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
εμένα
[eˈmena]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ.
μένι
[ˈmeni ]
Καππ.
μέν’
[men]
Φλογ.
αμέ
[ˈame]
Καππ.
με
[me]
Αξ., Δίλ., κ.α., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
μι
[mi]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
εμείς
[eˈmis]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλ.
ιμείς
[iˈmis]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
εμεί
[eˈmi]
Φάρασ.
’μείς
[mis]
Μισθ., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
Γεν.
ημών
[iˈmon]
Δίλ.
Αιτ.
εμάς
[eˈmas]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
ιμάς
[iˈmas]
Δίλ.
ουμάς
[uˈmas]
Σίλ.
μας
[mas]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τελμ.
μες
[mes]
Φάρασ.
Αρχ. αντων. ἐγώ. Ο τύπ. ’γώ με αποβολή του άτονου αρκτ. [e] ήδη αρχ. Οι τύπ. εώ και οώ, με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ɣ]. Ο τύπ. εγώνα από τον αρχ. τύπ. ἐγών με επιτασσόμενο -α αναλογ. προς το εμένα. Ο τύπ. γεν. μου ήδη αρχ. Οι τύπ. μένα καὶ εμείς, εμάς, μας ήδη μεσν. Ο τύπ. ἐμένα νεότ. Η θέση του αδύνατου τύπ. ως άμεσου ή έμμεσου αντικ. είναι μετά το ρ., εκτός εάν προηγείται μόριο ή εμφατ. στοιχείο. Στην Σίλ. ο αδύνατος τύπ. ως άμεσο αντικ. τίθεται σε γεν.
1. Προσωπική αντωνυμία α΄ προσώπου
ό.π.τ.
:
Εγώ απ’ εσέ 'λεφρό ’μαι
(Εγώ είμαι ελαφρύτερος από σένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ό,τι νίσκισ̑ι εγώ μαχαίνου
(Ό,τι γίνεσαι εγώ το μαθαίνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'γώ ρεν έχου γαbαάτσ̑ι
(εγώ δεν έχω φταίξιμο, εγώ δεν φταίω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
’γώ να είμι αν πατισ̑άχος, το 'μόνα την γκόρη τα πάρει ο τσ̑υνογάρ', σε μένα ένι μέγα κεντέρι
(Εγώ να είμαι ο βασιλιάς και ο αετός να πάρει την κόρη μου, είναι για μένα μεγάλη ντροπή)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ογώ να ήdουμι παλλ’κάρ’, λύκους ντε μι τρώισ̑καν
(Εγώ, αν ήμουν παλληκάρι, δεν θα με έτρωγαν οι λύκοι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ογώ να συ βοητήσου ό,τι κρεύεις
(Εγώ να σε βοηθήσω σε ό,τι θέλεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οώ πορπαdώ;
(Εγώ μπορώ να περπατήσω; )
Ουλαγ.
-Dawk.
Ιμείς έφααμ’ του τσ̑ικίτσ̑’
(Εμείς φάγαμε το κατσίκι )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ιμείς είμεστε εκουτσ̑ής
(Εμείς είμαστε γελαδάρηδες )
Φλογ.
-Dawk.
Ποίκετ’ κι εμάς ασκέρια
(Κάντε μας κι εμάς στρατιώτες )
Σίλατ.
-Dawk.
Μου κούρασι
(Με κούρασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ιτό καλοσ̑ύν’ ποίκις του εμένα, να ποίκου τζ̑ι ένα καλοσ̑ύν’ εσένα
(Αυτή την καλοσύνη που έκανες σε μένα, κι εγώ θα κάνω μιά καλή καλοσύνη σε σένα)
Μισθ.
-Dawk.
Ντέσ' το εμένα
(Δώσ' το σε μένα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ποίτζ̑ε μ’ αζάτι
(Κάνε με ελεύθερο, ελευθέρωσέ με)
Αφσάρ.
-Dawk.
Φάζεν ντα εμάς
(Μας τάιζε)
Φλογ.
-Dawk.
Ελάτ’ σ’ ουμάς
(Ελάτε σε μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ι'ού σου σκόλειο ντε μπήα
(Eγώ δεν πήγα σχολείο)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
|| Φρ.
Εγώ το καλό τ’ ξεύρω
(εγώ το καλό του ξέρω˙ ξέρω πολύ καλά την ποιότητα, τον χαρακτήρα κάποιου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Oύλα τουν εκείνια γιασ̑άτ'σαν καλά κι εμείς κι άλλο καλό
(Όλοι εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς και άλλο (περισσότερο) καλά˙ και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα· στο τέλος παραμυθιού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Εσ̑ύ ’τον επαίσ̑κες, εγώ ερούτονμαι
(Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν˙ λέγεται από άνθρωπο που θεωρεί ότι έχει περισσότερη πείρα από τον συνομηλητή του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σε μένα του τζ̑ο φτάνει το ισάνι, να σώσει πουά χρόνια
(Ο άνθρωπος που δεν φτάνει σε μένα, δηλ. δεν με βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια˙ Δεν εύχομαι το κακό κάποιου που δεν με βλάπτει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Ογώ 'τουν μπέρναγα ασ’ τ͑ύρα σ’ κουνdά, ισ̑ύ άλμιεις τσ̑ιγκίτσ̑α
Ογώνα ένα σ̑’ ντε σι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπσις ντα γλίτσ̑α (Όταν εγώ περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα
Εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες την μαγκούρα
(σκωπτ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'γώ γιός σου Κωνσταντίνος 'μαι, εγώνα το χαμένο (Εγώ είμαι ο γιός σου ο Κωνσταντίνος, εγώ ο πεθαμένος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Ογώνα ένα σ̑’ ντε σι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπσις ντα γλίτσ̑α (Όταν εγώ περνούσα από την πόρτα σου κοντά, εσύ άρμεγες την κατσίκα
Εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες την μαγκούρα
(σκωπτ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'γώ γιός σου Κωνσταντίνος 'μαι, εγώνα το χαμένο (Εγώ είμαι ο γιός σου ο Κωνσταντίνος, εγώ ο πεθαμένος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
2. Οι αδύνατοι τύποι της γεν. της προσωπικής αντωνυμίας ως κτητική
ό.π.τ.
:
Το σπίτι μ’
(Το σπίτι μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ακίλ μ'
(Το μυαλό μου )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το βιό μ'
(Η περιουσία μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κονιάδο μ'
(Ο κουνιάδος μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εβλάτσ̑' μας
(Παιδί μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ση θύρα μας εμbρό
(Στην πόρτα μας μπροστά)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
δικός, εμαυτός, εμόν
3. Σε συνδυασμό με άλλες αντωνυμίες, όπως γιαυτός δικός, μονάχος
ό.π.τ.
:
Αφήνεις με μαναχή μ'
(με αφήνεις μόνη μου)
Τελμ.
-Dawk.
Δικό μας νεκκλησ̑ά
(δική μας εκκλησία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ιτό γιαυτού μ' 'ναι
(αυτό είναι δικό μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.