ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγγόνι (ουσ. ουδ.) ενgόν’ [eŋˈgon] Σινασσ. 'νgόνι [ˈŋgoni] Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ. ’νgόν’ [ŋgon] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. ονgόν’ [oŋˈgon] Μισθ., Ουλαγ. ανgόνι [aŋˈgoni] Ανακ. Πληθ. ’νgόνια [ˈŋgoɲa] Αραβαν. ανgόνια [aŋˈgoɲa] Αξ. Μεσν. ουσ. ἐγγόνι, όπου και τύπ. ’γγόνι. Οι τύπ. ονgόν’, ανgόνι λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
Εγγόνι ό.π.τ. : Πόσα ’νgόνια έ’εις; (Πόσα εγγόνια έχεις ) Μισθ. -Κοτσαν. Έχουμ' τσι παιντιά, έχουμ' τσι ’νgόνια (Έχουμε και παιδιά, έχουμε και εγγόνια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'άν'dο να σερανdώσ̑’ το 'νgόνι τ’, θα τα φέρουν (Όταν σαραντίσει το εγγόνι του, (ενν. τα άλογα) θα τα φέρουνε) Τελμ. -Dawk. || Φρ. Ποίκα ’νgόνια (Έκανα εγγόνια˙ απέκτησα εγγόνια) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ιννιά παπαδιού κόρ' ηταν, δώδεκα μιτρόπ' ανgόνι (Εννιά παπάδων κόρη ήταν, δώδεκα επιτρόπων εγγόνι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374