εγγόνι
(ουσ. ουδ.)
ενgόν’
[eŋˈgon]
Σινασσ.
'νgόνι
[ˈŋgoni]
Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ.
’νgόν’
[ŋgon]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
ονgόν’
[oŋˈgon]
Μισθ., Ουλαγ.
ανgόνι
[aŋˈgoni]
Ανακ.
Πληθ.
’νgόνια
[ˈŋgoɲa]
Αραβαν.
ανgόνια
[aŋˈgoɲa]
Αξ.
Μεσν. ουσ. ἐγγόνι, όπου και τύπ. ’γγόνι. Οι τύπ. ονgόν’, ανgόνι λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
Εγγόνι
ό.π.τ.
:
Πόσα ’νgόνια έ’εις;
(Πόσα εγγόνια έχεις )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έχουμ' τσι παιντιά, έχουμ' τσι ’νgόνια
(Έχουμε και παιδιά, έχουμε και εγγόνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'άν'dο να σερανdώσ̑’ το 'νgόνι τ’, θα τα φέρουν
(Όταν σαραντίσει το εγγόνι του, (ενν. τα άλογα) θα τα φέρουνε)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ποίκα ’νgόνια
(Έκανα εγγόνια˙ απέκτησα εγγόνια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Ιννιά παπαδιού κόρ' ηταν, δώδεκα μιτρόπ' ανgόνι
(Εννιά παπάδων κόρη ήταν, δώδεκα επιτρόπων εγγόνι)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374