εγγόνισσα
(ουσ. θηλ.)
ανgόντσα
[aŋˈgontsa]
Φάρασ.
ονgόν'σσα
[οŋˈgonsa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἐγγόνισσα, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἐγγονός και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Ο τύπ. αγγόνισσα επίσης μεσν.
Εγγονή
ό.π.τ.
:
Tης θεία μ' Τριανdaφύλλας η ονgόν'σσα η Μαριγώ
(Η Μαριγώ, η εγγονή της θείας μου της Τριανταφύλλας)
Σινασσ.
-Λεύκωμα