ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγγόνισσα (ουσ. θηλ.) ανgόντσα [aŋˈgontsa] Φάρασ. ονgόν'σσα [οŋˈgonsa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ἐγγόνισσα, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἐγγονός και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Ο τύπ. αγγόνισσα επίσης μεσν.
Εγγονή ό.π.τ. : Tης θεία μ' Τριανdaφύλλας η ονgόν'σσα η Μαριγώ (Η Μαριγώ, η εγγονή της θείας μου της Τριανταφύλλας) Σινασσ. -Λεύκωμα