εβτζίκ
(ουσ. ουδ.)
εβτζίκ
[evˈdzik]
Φλογ.
Θηλ.
εβτζίκα
[evˈdzika]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. evcik = σπιτάκι.