εβελντινός
(επίθ.)
εβελντενιού
[eveldeˈɲu]
Σεμέντρ.
αβελντενού
[aveldeˈnu]
Μισθ.
αβαλντανού
[avaldaˈnu]
Μισθ.
αβελντενέ
[aveldeˈne]
Μισθ.
α̈βα̈λντα̈νού
[ævældæˈnu]
Μισθ.
Από το επίρρ. εβελντέν, όπου και τύπ. αβαλντάν, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός. Πβ. τουρκ. επίθ. evveldeni = αρχικός, αρχαίος, παλαιός.
Παλαιός, περασμένος
ό.π.τ.
:
Απ' ντου βαβά κουεις καμιά φορά για δου Μισ̑τί; Λέιξάν σι τίποτε, κάνα αβελντενού ιστορία;
(Από τον πατέρα σου άκουγες καμιά φορά για το Μιστί; Σου έλεγαν τίποτα, καμιά παλιά ιστορία;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Eκείνα ντα αβελντενέ α σιηριώνας σωλήνις
(Εκείνοι οι παλιοί οι σιδερένιοι σωλήνες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτιά δα τ' εμέαρ δα αβαλντανού δα φαητά
(Αυτά τα δικά μας τα παλιά τα φαγητά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εκείνα δα αβαλντανά τυμούνdι ντα
(Εκείνα τα παλιά τα θυμούνται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αβαλντανού αυτοκίνητο, ογδοήντα πένdι μοντέλο
(Παλιό αυτοκίνητο, μοντέλο του '85)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να γυριστούμ' αβαλντανού χρόνια
(Να γυρίσουμε στα παλιά τα χρόνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αρχινός, εμπροστινός, παλιακός, παλιός