έβγαλμα
(ουσ. ουδ.)
έβγαλμα
[ˈevɣalma]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ἔβγαλμα, το οπ. από το μεσν. ρ. έβγάλλω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η σημ. 2 νεότ.
1. Έξοδος
Συνών.
βγαίνημα :1, βγαίντσιμο, βγάλμα :2, Αντίθ
έμπα, μαίνσιμο
Τροποποιήθηκε: 02/06/2025