έβγαλμα
(ουσ. ουδ.)
έβγαλμα
[ˈevɣalma]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ἔβγαλμα, το οπ. από το μεσν. ρ. (έ)βγάλλω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η σημ. 2 νεότ.
1. Έξοδος
Συνών.
βγαίνημα, βγαίντσιμο, βγάλμα :2