ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγάλμα (ουσ. ουδ.) βγάλημα [ˈvɣalima] Ουλαγ. βγάλμα [ˈvɣalma] Φάρασ. βγκάλμα [ˈvgalma] Φάρασ. βκάλμα [ˈvkalma] Φάρασ. Aπό το θ. βγαλ- του ρ. βγάλλω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. μεσν. ουσ. ἔβγαλμα.
1. Εξαγωγή, βγάλσιμο ό.π.τ. : Ντονιού ντο βγάλημα πολύ ζόρ' 'ναι (Η εξαγωγή του δοντιού είναι πολύ δύσκολη) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βγάλσιμο
β. Ξερρίζωμα, μάδισμα
2. Έξοδος Φάρασ. : Φωτάνκαν σως του Καντάρη το βγάλμα (Εύχονταν για τα Φώτα ώσπου να βγει ο Γενάρης) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. βγαίνημα, βγαίντσιμο, βγαλσίδι
3. Ανέβασμα, άνοδος Φάρασ. : Το 'πίδι ήτουν ψεό τζαι το βγκάλμα του ήτουν σάρπι (H αχλαδιά ήταν ψηλή και το ανέβασμά της δύσκολο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. βγαίνημα