ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαχ (επιφ.) βαχ [vax] Αξ., κ.α., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. βα [va] Σίλ. αχ βαχ [ax vax] Μισθ. εϊβάχ [eiˈvax] Αξ., Μισθ., Φάρασ. Από το τουρκ. vah (< περσ. vah), όπου και διαλεκτ. τύπ. va. Οι τύπ. αχ βαχ, εϊβάχ από τουρκ. φρ. ah vah, eyvah αντιστοίχως.
Eπιφώνημα που δηλώνει θλίψη, απογοήτευση ό.π.τ. : Βαχ, γιαβρού μ’, τσ̑ίχαλο ήρτες εδού; (Αχ βαχ παιδάκι μου, γιατί ήρθες εδώ;) Τελμ. -Dawk. Βαχ! Γκάη η κόρη μου! (Βάχ! Κάηκε η κόρη μου!) Φάρασ. -Dawk. Βαχ! βαχ! Σον ταλασ̑ά μας να βκούμι σο παπόρι ζελμόντσαμ' ν’dα πάρουμι 'ντάμα μας (Aχ βάχ, μέσα στο άγχος μας να μπούμε στο βαπόρι, ξεχάσαμε να την πάρουμε μαζί μας, ενν. την εικόνα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Εϊβάχ, τι μποίκα εγώ! (Αλίμονο, τι έκανα εγώ!) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τον ευρήκανε κομματιασμένο μέσα στις δρόμοι· βαχ το πιρί, βαχ το καλό το πιρί! (Τον βρήκανε κομματιασμένο μέσα στους δρόμους· αλίμονο το παιδί, αλίμονο το καλό το παιδί!) Σίλ. -Συλλ. || Φρ. Να ζήσουν, αχ βαχ μη ειπούν (Να ζήσουν, αχ και βαχ μην πουν˙ ευχή που λέγεται μεταξύ συγγενών σε γάμο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αχ, βαχ, βάι, ιμπί, λεμπέ