βαφτιστήριο
(ουσ. ουδ.)
βαφτιστήρ'
[vaftiˈstir]
Μαλακ.
Από το το μεταγν. ουσ. βαπτιστήριον = χώρος βαφτίσματος.
Κολυμβήθρα
Συνών.
κολυμπήθρα