ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαφτίζω (ρ.) βαπτίζου [vaˈptizu] Φάρασ. βαφτίζω [vaˈftizo] Σινασσ., Φλογ. βαφτσ̑ίζω [vafˈtʃizo] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. βαφτσ̑ίζου [vafˈtʃizu] Σίλ. βαφκίζω [vafˈcizo] Τελμ. μαφτίζω [maˈftizo] Αξ. μαφτίζου [maˈftizu] Μισθ. Αόρ. βάφτσ̑ισα [ˈvaftʃisa] Σίλ. βάφτ'σα [ˈvaftsa] Φλογ. βάφσα [ˈvafsa] Μισθ. μάφτ'σα [ˈmaftsa] Μισθ. μάφσα [ˈmafsa] Μισθ., Τσαρικ. Από το αρχ. ρ. βαπτίζω. Ο τύπ. βαφτίζω ήδη μεσν. Ο τύπ. μαφτίζω-ου πιθ. από ἐμβαπτίζω, πβ. ἐμβαίνω/μπαίνω > μαίνω. Ο τύπ. βαφκίζω από υπερδιόρθ. του βαφτσ̑ίζω.
1. Τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος ό.π.τ. : Bάφτσ̑ισαμ' τέκνους (Βαφτίσαμε το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Nτέν 'μαι παπάς και να σε μαφτίσω (Δεν είμαι παπάς για να σε βαφτίσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Eμένα μάφ'σι μι παπα-Χανάης (Εμένα με βάφτισε ο παπα-Θανάσης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Eγώ ήρτεν ένα καλόγερος με βάφκισεν και ασ' σο Χριστό 'πλόμαν χαμηλέ (Εμένα ήρθε ένας καλόγερος και με βάφτισε, και από τον Χριστό έμεινα έγκυος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντου πέρνασι Τσ̑ερετσ̑ή μάφ'σαν ντου φσ̑άχ' (Την περασμένη Κυριακή βάφτισαν το μωρό) Μισθ. -Φατ. Ποίκαν ένα φσ̑άχ' αλλά χάη, ντε πρόλαβαν ούτι ν' 'ου μαφτίσ'νι (Έκαναν ένα παιδί αλλά πέθανε, δεν πρόλαβαν ούτε να το βαφτίσουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μεγάλουσι τσι μάφτημα ντεν ντου μάφσαν (Μεγάλωσε και βαφτίσια δεν το βάφτισαν) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. φωτίζω :3
2. Βαφτίζω ένα παιδί ως νονός Μισθ. : Λούβα μ' ντου μάφτ'σι (Ο θείος μου το βάφτισε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αυτό που βάφσα ογώ λέει τι σου γίνιδι; Είνι σύντικλου, είνι μαφτιστικό μ' (Αυτό που βάφτισα εγώ, λέει, τί σου γίνεται; Είναι σύντεκνος, είναι βαφτιστικός μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. φωτίζω :3
3. Εμβαπτίζω Μισθ. : || Φρ. Βάφσαν του μι όιμα (Τον βάφτισαν με αίμα˙ τον καταλέρωσαν με αίμα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βουτώ