βάτος
(ουσ.)
βάτος
[ˈvatos]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
βάτους
[ˈvatus]
Φάρασ.
βάντος
[ˈvados]
Αραβαν.
Πληθ.
βάντοι
[ˈvadi]
Φάρασ.
βάτοζγια
[ˈvatozʝa]
Αραβαν.
Αρχ. ουσ. ἡ βάτος.
Είδη του φυτού βάτου της τάξεως των ροδωδών
ό.π.τ.
:
Τα χορτάρια ήταν ίσα με το πόι τ', πλεκμένα με τους βάτους και με τ' αγκάθια
(Τα χορτάρια ήταν ίσα με το μπόι του, μπλεγμένα με τους βάτους και με τ' αγκάθια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πήγα να μπω ασ' το τσ̑ούχος, ντεμ μπόρ'σα, ήσαν πολλά βάτοζγια
(Πήγα να μπω από τον τοίχο, δεν μπόρεσα, υπήρχαν πολλά βάτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο Χριστός σάμου έφυγε 'σ' τις Τσιφούτε μουάσε 'ς ε βάτος 'πέσου
(Ο Χριστός όταν έφευγε από τους Εβραίους, κρύφτηκε μέσα σ' έναν βάτο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Αν ποίκει βάτος κλέπαρο και και τζίdζιφο μαλάσκηνο
και αν ποίκει τ’ αλούτζι κουρκουβάdζι, τότε να με περιμένεις (Aν κάνει ο βάτος φραγκοστάφυλα και η τζιτζιφιά δαμάσκηνα
κι αν κάνει η μουσμουλιά αγριοτριαντάφυλλα, τότε να με περιμένεις) Τελμ. -Lag. Πβ. βατώνη
και αν ποίκει τ’ αλούτζι κουρκουβάdζι, τότε να με περιμένεις (Aν κάνει ο βάτος φραγκοστάφυλα και η τζιτζιφιά δαμάσκηνα
κι αν κάνει η μουσμουλιά αγριοτριαντάφυλλα, τότε να με περιμένεις) Τελμ. -Lag. Πβ. βατώνη