βασιλικὀς (II)
(ουσ. αρσ.)
βασιλικό
[vasiliˈko]
Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
βασ̑'λικό
[vaʃ liˈko]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
βασ̑ιλ'κό
[vaʃilˈko]
Φλογ.
βαλσικό
[valsiˈko]
Σινασσ.
βλαστικό
[vlastiˈko]
Ανακ., Μισθ., Φερτάκ.
Aπό το αρχ. επιθ. βασιλικός. Η ουσιαστικοπ. ήδη μεταγν. Για τον τύπ. βλαστικό πβ. το ήδη μεταγν. επίθ. βλαστικός = αυτός που βλαστάνει.
1. Το ευώδες φυτό βασιλικός
ό.π.τ.
:
'ς Άη Ντηρμιτιού ντου μορμόρ' ξέβην ντου βλαστικό
(Στου Αγ. Δημητρίου τον τάφο φύτρωσε ο βασιλικός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παπάς κόφτισκε κι ασ’ το βασιλικό ένα τάλ’ και το βάλλισκε σο τεμέλ’
(Ο παπάς έκοβε και από τον βασιλικό ένα κλωνάρι και το έβαζε στα θεμέλια)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Συνών.
ραχάνι
2. Λουλούδι γενικώς
Φλογ.
:
Βασ̑ιλ'κά έχω πολλά
(Έχω πολλά λουλούδια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γκιούλι, πούλουδο, τσιτσέκι