βαρώνω
(ρ.)
βαρώνου
[vaˈronu]
Σίλ.
Αόρ.
βάρουσα
[ˈvarusa]
Σίλ.
Από το ουσ. βάρος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Χειροτερεύω
:
Βάρουσι χαστάς
(Χειροτέρεψε ο άρρωστος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αζγουνλαντίζω :2, βαρυνίσκω :2