ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βασιγέτι (ουσ. ουδ.) βασιγέτι [vasiˈʝeti] Φάρασ. βασιγέτ' [vasiˈʝet] Φλογ. βασι-έτ' [vasiˈet] Ουλαγ. βασι-άτι [vasiˈati] Φάρασ. βασι-έdι [vasiˈedi] Ουλαγ. βασι-έσ̑' [vasiˈeʃ] Αραβαν. Από το τουρκ. oυσ. vasiyet = διαθήκη, πβ. και τουρκ. φρ. vasiyet etmek = κάνω διαθήκη.
1. Διαθήκη, κληρονομιά ό.π.τ. : Σάνω βασιγέτ' (Κάνω διαθήκη) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ζάζω βασι-έσ̑' (Κάνω διαθήκη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Xάθη ο νταdά μου, ποίτσ̑ε μες τα βασι-άτι (Πέθανε ο μπαμπάς μου, μας το άφησε διαθήκη) Φάρασ. -Grég. Συνών. μιράσι, τερεκές
2. Τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου Ουλαγ., Φάρασ. : Έχω ερυό βασι-έτια (Έχω δυό επιθυμίες-παραγγελιές) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.