βαρυνίσκω
(ρ.)
βαρυνίσ̑κω
[variˈniʃko]
Αξ.
βαρυνίσκου
[variˈnisku]
Μισθ.
βαρυανίσκου
[varʝaˈnisku]
Μισθ.
Αόρ.
βάρυνα
[ˈvarina]
Αξ., Σινασσ.
Μτχ. Θηλ.
βαρουμένη
[varuˈmeni]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. βαρυνίσκω (πβ. Μαχ. 334.11 «πολλὰ ἐβαρύνισκεν τοὺς ἀφέντες»), το οπ. από το αρχ. ρ. βαρύνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω.
1. Βαραίνω, γίνομαι βαρύς
ό.π.τ.
:
Βάρυνιξι, πέφτιξι 'ς ένα γιάν' ντου κουστούμ', άρχιζι στράβουνι
(Βάραινε, έπεφτε/έγερνε από την μία πλευρά το κουστούμι, άρχιζε και στράβωνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Τ' αφτιά μου βάρυναν
(Τ' αφτιά μου βάρυναν˙ βαριακούω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
βαρυάζω
2. Χειροτερεύω
Αξ.
:
Τ' αστενάρ' όσον γκαι πάινει και βαρυνίσ̑κ'
(Ο άρρωστο όσο πάει και χειροτερεύει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αζγουνλαντίζω :2, βαρώνω
3. Μένω έγκυος
:
Τ' ναίκα βάρυνεν
(Η γυναίκα γκαστρώθηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γγαστρώνω, κακοψυχώ :1, φορτώνω
β.
H μτχ., υπό τύπ. βαρουμένη, έγκυος