κιοτουλαντίζω
(ρ.)
κιοτουλαντίζου
[cotulaˈdizu]
Μισθ.
κ͑ο̈τ͑ουλα̈ντίζω
[kʰøτʰulænˈdizo]
Φάρασ.
κοτουλενdίζου
[kotulenˈdizu]
Φάρασ.
Αόρ.
γκιοτουλάντ'σα
[ɟotuˈladsa]
Μισθ.
κοτουλέν'σα
[kotuˈlensa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kötülenmek = α) κακολογούμαι β) διαλεκτ., εξασθενώ, επιδεινώνομαι.