ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοτουλαντίζω (ρ.) κιοτουλαντίζου [cotulaˈdizu] Μισθ. κ͑ο̈τ͑ουλα̈ντίζω [kʰøτʰulænˈdizo] Φάρασ. κοτουλενdίζου [kotulenˈdizu] Φάρασ. Αόρ. γκιοτουλάντ'σα [ɟotuˈladsa] Μισθ. κοτουλέν'σα [kotuˈlensa] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kötülenmek = α) κακολογούμαι β) διαλεκτ., εξασθενώ, επιδεινώνομαι.
1. Αδυνατίζω ό.π.τ. Συνών. αριντίζω :1, ζαϊφλαντίζω, λεφτύνω :1, φτενεύω, ψελιανίσκω
2. Aσχημαίνω Φάρασ. Συνών. ασκημαίνω, ασκημιάζω
3. Γερνάω Φάρασ. Συνών. γεράζω, γερονιάζω, κοτζαντώ