κιοσέ
(ουσ. αρσ.)
κιοσ̑έ
[coˈʃe]
Αραβαν., Σίλ., Τροχ.
κιοσ̑ά
[coˈʃa]
Μισθ.
κο̈σ̑έ
[cøˈʃe]
Αραβαν.
κο̈σέ
[cøˈse]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
κοσ̑έ
[koˈʃe]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
κϋσ̑ά
[cyˈʃa]
Αξ.
κοσ̑ά
[koˈʃa]
Φλογ.
Αρσ.
κοσ̑άς
[koˈʃas]
Φάρασ.
Πληθ.
κοσ̑έδια
[koˈʃeðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
κουσέδια
[kuˈseðʝa]
Τσαρικ.
κοσ̑άδε
[koˈʃaðe]
Φκόσ.
Νεότ. ουσ. κιοσές (Mackridge 2021: 78), το οπ. από το τουρκ. ουσ. köşe = γωνία, όπου και διαλεκτ. τύπ. koşa.
1. Γωνία
ό.π.τ.
:
Να στασεί 'ς κιοσέ και να γεβεί
(Να σταθεί στην γωνία για να περάσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σούχσι ντου σου κιοσ̑ά
(Τον στρίμωξε στην γωνιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζάσ̑ το φ’κάλ’ και τέκνει το σο κιοσ̑έ
(Τον μεταμορφώνει σε σκούπα και τον βάζει στην γωνία)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Φρ.
'α σ' έχω σου κοσ̑ά τό τσ̑ουφάλι
(Θα σε έχω στης γωνιάς το κεφάλι˙ θα σε περιποιηθώ ιδιαίτερα, θα σε έχω στα ώπα ώπα, πβ. τουρκ. φρ. <em>köşe minderi</em> = γωνιακό μαξιλάρι, θέση για τιμώμενους επισκέπτες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γωνία, μπουτζάχι :1, ντιρσέκι :2
2. Αγκωνάρι, ακρογωνιαίος λίθος
Σίλ.
3. Μη κεντρικό ή μη βασικό σημείο ενός εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου
ό.π.τ.
:
Μπαίνισ̑κε σο σπίσ̑' απέσω, γιχλάνdιζε σ' ένα κο̈σ̑έ
(Έμπαινε στο σπίτι, καθόταν σε μιά γωνιά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έσεκαν ντο ντο κο̈σ̑έ, έκατσε
(Τον έβαλαν στην γωνιά, κάθισε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σέμα στο στάβλο, 'ς ένα κöσέ κρυβίστα
(Μπήκα στο στάβλο, κρύφτηκα σε μιά γωνιά)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Γιαΐ τσιβουρκώχις σου κιοσ̑ά;
(Γιατί ζάρωσες στην γωνιά;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παρέμη σο σπίτι τ'· φκιόρωσεν ντα στο 'να το κϋσ̑ά
(Γύρισε στο σπίτι της· άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της σε μιά γωνιά)
Αξ.
-Dawk.
Εκεί στο κοσ̑ά έχεις ένα λαχτυλίδα, δώσ' με ικείνο
(Εκεί στην γωνία έχεις ένα δαχτυλίδι, δώσε μου εκείνο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
παρωτίτσι