ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοσέ (ουσ. αρσ.) κιοσ̑έ [coˈʃe] Αραβαν., Σίλ., Τροχ. κιοσ̑ά [coˈʃa] Μισθ. κο̈σ̑έ [cøˈʃe] Αραβαν. κο̈σέ [cøˈse] Ουλαγ., Σεμέντρ. κοσ̑έ [koˈʃe] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. κϋσ̑ά [cyˈʃa] Αξ. κοσ̑ά [koˈʃa] Φλογ. Αρσ. κοσ̑άς [koˈʃas] Φάρασ. Πληθ. κοσ̑έδια [koˈʃeðʝa] Μαλακ., Σινασσ. κουσέδια [kuˈseðʝa] Τσαρικ. κοσ̑άδε [koˈʃaðe] Φκόσ. Νεότ. ουσ. κιοσές (Mackridge 2021: 78), το οπ. από το τουρκ. ουσ. köşe = γωνία, όπου και διαλεκτ. τύπ. koşa.
1. Γωνία ό.π.τ. : Να στασεί 'ς κιοσέ και να γεβεί (Να σταθεί στην γωνία για να περάσει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σούχσι ντου σου κιοσ̑ά (Τον στρίμωξε στην γωνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ζάσ̑ το φ’κάλ’ και τέκνει το σο κιοσ̑έ (Τον μεταμορφώνει σε σκούπα και τον βάζει στην γωνία) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. 'α σ' έχω σου κοσ̑ά τό τσ̑ουφάλι (Θα σε έχω στης γωνιάς το κεφάλι˙ θα σε περιποιηθώ ιδιαίτερα, θα σε έχω στα ώπα ώπα, πβ. τουρκ. φρ. <em>köşe minderi</em> = γωνιακό μαξιλάρι, θέση για τιμώμενους επισκέπτες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γωνία, μπουτζάχι :1, ντιρσέκι :2
2. Αγκωνάρι, ακρογωνιαίος λίθος Σίλ.
3. Μη κεντρικό ή μη βασικό σημείο ενός εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου ό.π.τ. : Μπαίνισ̑κε σο σπίσ̑' απέσω, γιχλάνdιζε σ' ένα κο̈σ̑έ (Έμπαινε στο σπίτι, καθόταν σε μιά γωνιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έσεκαν ντο ντο κο̈σ̑έ, έκατσε (Τον έβαλαν στην γωνιά, κάθισε) Ουλαγ. -Κεσ. Σέμα στο στάβλο, 'ς ένα κöσέ κρυβίστα (Μπήκα στο στάβλο, κρύφτηκα σε μιά γωνιά) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Γιαΐ τσιβουρκώχις σου κιοσ̑ά; (Γιατί ζάρωσες στην γωνιά;) Μισθ. -Κοτσαν. Παρέμη σο σπίτι τ'· φκιόρωσεν ντα στο 'να το κϋσ̑ά (Γύρισε στο σπίτι της· άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της σε μιά γωνιά) Αξ. -Dawk. Εκεί στο κοσ̑ά έχεις ένα λαχτυλίδα, δώσ' με ικείνο (Εκεί στην γωνία έχεις ένα δαχτυλίδι, δώσε μου εκείνο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. παρωτίτσι