ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοπρού (ουσ. ουδ.) κ͑ιöπρΰ [cøˈpry] Μισθ. κιοπρού [coˈpru] Μισθ. κοπρού [koˈpru] Σίλ. κιοπρί [coˈpri] Μισθ., Φλογ. κοπρί [koˈpri] Αραβ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. κιοπρί (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. «φθάνοντας εἰς τὸ ρηθὲν κιοπρὶ ἔκαμαν γεμικλίκι»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. köprü = γέφυρα, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. köbri (Tietze 2016, λ. köbri).
1. Γεφύρι ό.π.τ. : Ακούμ' ντέ πέρνασαμ’ ντου κιοπρού το άκουσαμ' ’να μέγα σα̈́σ' (Ακόμη δεν είχαμε περάσει την γέφυρα όταν ακούσαμε μιά δυνατή φωνή) Μισθ. -Κοτσαν. Πέρασες ασ' σο κοπρί (Πέρασες από το γεφύρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σε γιεβείς οπ' τ' ένα κοπρού (Θα περάσεις από ένα γεφύρι) Σίλ. -Dawk.JHS || Ασμ. Όπως τρομάζ' καριά μ', έτ' να τρομάζ' το κοπρί (Όπως τρέμει η καρδιά μου, έτσι να κουνιέται το γεφύρι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γεφύρι, καμάρα
2. Μεγάλο δοκάρι ελαιοτριβείου Φλογ.