ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμάρα (ουσ.) καμάρα [kaˈmara] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. κάμαρα [ˈkamara] Σίλ. Πληθ. καμάρια [kaˈmarʝa] Τσαρικ. Το αρχ. ουσ. καμάρα. Για την σημ. πβ. Ἡσύχ. Κ 563 «καμάραι· ζῶναι στρατιωτικαὶ».
1. Αψίδα, θόλος, τόξο ό.π.τ. : Ένα σπίτ μι ντυό καμάρες (Ένα δωμάτιο με δύο καμάρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καμάρα ποίκαμ' τ' οdζάχι μας (Το τζάκι μας το κάναμε αψιδωτό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Δέκα καμαρώ γεφύρι (Γεφύρι με δέκα τόξα) Ανακ. -Cost. Τα Τούρκα χτίνισκαν κάμαρες, χτίνισκαν σπίτια και μεις πλέρωναμ’ τα (Οι Τούρκοι έχτιζαν καμάρες, έχτιζαν σπίτια κι εμείς τους πληρώναμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κεμέρι :2
2. Καθεμία από τις πέτρες με τις οποίες φτιάχνονται τα τόξα και οι καμαρωτές στέγες Φερτάκ. : Σπίτι με 16 καμάρες (Σπίτι με 16 καμάρες, ήτοι 2 δωμάτια) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Συνών. καμαρολίθαρο, καμαρόχτερο
3. Γεφύρι Σίλ. Συνών. γεφύρι, κιοπρού
4. Ουράνιο τόξο Αξ., Δίλ., Τροχ., Φλογ. : Ασ' το βρεχό ύστερα ξέβεν γκαμάρα (Μετά την βροχή βγήκε το ουράνιο τόξο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το καμάρα είδαμ' το, άλλο να μη βρέξ' (Είδαμε το ουράνιο τόξο, δεν θα βρέξει άλλο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 δόξα :1, Συνών. ζωνάρι, τσατμά :4
5. Λουρί για την στερέωση του γουσκουνιού : Γουσκουνιού καμάρα (Λουρίδα του γουσκουνιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. κουσκούνι