καλώς
(επίρρ.)
καλώς
[kaˈlos]
Καππ.
καώς
[kaˈos]
Φάρασ.
Αρχ. επίρρ. καλῶς.
Μόνο σε στερεότυπες ευχετικές φρ. όπως Καλώς ήρτες, καώς ήρτετε, καλώς όρ'σες, καλώς σ' ηύραμεν κλπ
Καππ.
:
-Καώς ήρτες σο Βαρασ̑ό! -Καώς σεζ ηύρα, ε χωρώτοι μοι!
(-Καλώς ήρθες στα Φάρασα! -Καλώς σας βρήκα, συγχωριανοί μου!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.