ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλπακλούς (επίθ.) Πληθ. qαλπακλούδια [qalpaˈkluðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. επίθ. kalpaklı = α) που φορά καλπάκι β) παλαιότ., αστυνομικός.
Σκουφοφόρος : Αν κουμπώεις ένα παπάς κι ένα δεσπότης, μότ’ καθίεις το κουλούκα τα πουλιά βγαίν’νε qαλπακλούδια (Αν κοροϊδέψεις ένα παπά κι ένα δεσπότη, όταν βάλεις κλώσσα, τα πουλιά βγαίνουνε σκουφάτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361